κρουνίζω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
discharge liquid in a slender stream, of the ῥυτόν (q.v.), κ. λεπτῶς Doroth. ap. Ath.11.497e:—Med., catch the liquid so running in one's mouth, Epin.2.3.
German (Pape)
[Seite 1514] Wasser springen lassen, wie aus einer Quelle ergießen, Ath. XI, 497 e, wo auch ein Beispiel des pass. aus dem com. Diphil. beigebracht ist.
French (Bailly abrégé)
lancer un jet d'eau;
Moy. κρουνίζομαι jaillir comme une source.
Étymologie: κρουνός.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνίζω: ἐκχέω ὑγρὸν ἐν λεπτῇ ῥοῇ, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος σχῆμα κέρατος ποτηρίου τοῦ καλουμένου, ῥυτὸν (ὃ ἴδε), κρ. λεπτῶς Δωρόθ. παρ’ Ἀθην. 497Ε. ― Μέσ., πίνω τὸ οὕτω ῥέον ὑγρὸν ὑποβάλλων τὸ στόμα, Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 3.
Greek Monolingual
κρουνίζω (Α) κρουνός
1. χύνω λίγο λίγο νερό ή άλλο υγρό σε ποτήρι
2. μέσ. κρουνίζομαι
πίνω νερό ή άλλο υγρό που έχει χυθεί στο ποτήρι λίγο λίγο.
Greek Monotonic
κρουνίζω: μέλ. -σω (κρουνός), αναβλύζω, βγάζω.