κακοπάρθενος

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπάρθενος Medium diacritics: κακοπάρθενος Low diacritics: κακοπάρθενος Capitals: ΚΑΚΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kakopárthenos Transliteration B: kakoparthenos Transliteration C: kakoparthenos Beta Code: kakopa/rqenos

English (LSJ)

ἡ,
A accursed maiden, Sch.E.Hec.612.
II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).

French (Bailly abrégé)

ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.

Greek Monolingual

κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρηκακοπάρθενος Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.

Greek Monotonic

κᾰκοπάρθενος: -ον, ανάρμοστος, απρεπής για παρθένο, δυστυχής παρθένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπάρθενος:роковая дева (= Μοῖρα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπάρθενος -ου [κακός, παρθένος] vervloekte vrouw (van Moira).

Middle Liddell

κᾰκο-πάρθενος, ον
unbecoming a maid, Anth.