πανεργέτης

From LSJ
Revision as of 11:16, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεργέτης Medium diacritics: πανεργέτης Low diacritics: πανεργέτης Capitals: ΠΑΝΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: panergétēs Transliteration B: panergetēs Transliteration C: panergetis Beta Code: panerge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, all-effecting, Ζεύς A.Ag.1486 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 459] ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανεργέτης -ου, Dor. πανεργέτᾱς [πᾶς, ἔργον] alles volbrengend, epithet van Zeus.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνεργέτης: дор. πᾰνεργέτᾱς, ᾱ adj. m все созидающий (Ζεύς Aesch.).

Spanish

que todo lo ha hecho, creador de todo

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως επίθετο του Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης: οἶκος), πρβλ. κακεργέτης].

Greek Monotonic

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ (*ἔργω), αυτός που εκτελεί τα πάντα, Δωρ. γεν. -εργέτα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486.

Middle Liddell

πᾰν-εργέτης, ου, ὁ, [*ἔργω
all-effecting, doric gen. -εργέτα Aesch.

Léxico de magia

que todo lo ha hecho, creador de todo ref. a un demon φοβερόμματε, πανεργέτ<α> tú, que tienes terrible aspecto, que todo lo has hecho SM 66 11