Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποδοκάκκη

From LSJ
Revision as of 08:14, 3 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδοκάκκη Medium diacritics: ποδοκάκκη Low diacritics: ποδοκάκκη Capitals: ΠΟΔΟΚΑΚΚΗ
Transliteration A: podokákkē Transliteration B: podokakkē Transliteration C: podokakki Beta Code: podoka/kkh

English (LSJ)

ἡ, stocks (commonly called ξύλον), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon Prog.13, Sch.Ar.Eq.366. (Cf. Skt. kan̂catē 'bind', Lith. kinkýti 'harness', κιγκλίς; the spelling ποδοκάκη is due to the false expl. foot-plague, ap.Harp.: from ποδοκατοχή acc. to Did. ap. eund.)

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ
ποδοκάκη, η, ΜΑ
ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ' ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. πούς, ποδός και δεύτερο τον τ. -κακκη, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος, κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθ., συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κάκαλα
τείχη].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδοκάκ(κ)η -ης, ἡ [πούς, κάκαλα] voetblok.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: foot-block
See also: s. κάκαλα.

Frisk Etymology German

ποδοκάκκη: {podokákkē}
Grammar: f.
Meaning: Fußblock
See also: s. κάκαλα.
Page 2,569