πρόσηβος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ον, (ἥβη) near manhood, X.Cyr.1.4.4, D.H.2.71, Ael. VH3.32, Chor.p.60 B.; τὴν ἡλικίαν π. ὤν Luc.Somn.1; also, near womanhood, παιδίσκη Clearch.14, cf. Ruf. ap. Orib.inc.2.16.
German (Pape)
[Seite 764] dem reisen Jugendalter nahe; Xen. Cyr. 1, 4, 4; Ael. V. H. 3, 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adolescent.
Étymologie: πρός, ἥβη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσηβος -ον [πρός, ἥβη] adolescent.
Russian (Dvoretsky)
πρόσηβος: близкий к возмужалости Xen., Luc.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ-ηβος].
Greek Monotonic
πρόσηβος: -ον (ἥβη), αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσηβος: -ον, (ἤβη), ὁ πλησιάζων πρὸς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Ξεν Κύρ. 1, 4, 4, Διον Ἁλ. 2. 71, κτλ· τὴν ἡλικίαν πρ. ὢν Λουκ. Ἐνύπν. 1· ― ὡσαύτως (θηλ.), ἡ πλησιάζουσα πρὸς τὴν ἡλικίαν τῆς γυναικός, παιδίσκη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548Β.
Middle Liddell
πρόσ-ηβος, ον, [ἥβη]
near manhood, Xen.