Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεύκινος

From LSJ
Revision as of 08:56, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεύκῐνος Medium diacritics: πεύκινος Low diacritics: πεύκινος Capitals: ΠΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: peúkinos Transliteration B: peukinos Transliteration C: peykinos Beta Code: peu/kinos

English (LSJ)

η, ον, of, from, or made of pine or pine wood, κορμοί E.Hec.575; λαμπάς S. Tr.1198; π. δάκρυ tear of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, E.Med.1200; ῥητίνη Dsc.1.71; πεύκινα, τά, pine-logs, Plb. 5.89.1, cf. IG12.342.70.

German (Pape)

[Seite 607] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; λαμπάς, Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; δάκρυ, das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui coule d'un pin : δάκρυ EUR goutte de résine;
2 en bois de pin.
Étymologie: πεύκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.

Russian (Dvoretsky)

πεύκῐνος: сосновый (λαμπάς Soph.; κορμός Eur.): πεύκινα δάκρυα Eur. капли сосновой смолы.

Greek (Liddell-Scott)

πεύκῐνος: -η, -ον, (πεύκη) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεύκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα
τα κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

πεύκινος: -η, -ον (πεύκη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πεύκο ή ξύλο πεύκου, σε Σοφ.· πεύκινα δάκρυα, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το πεύκο, σε Ευρ.

Middle Liddell

πεύκινος, η, ον πεύκη
of or from pine or pine-wood, Soph.; π. δάκρυα tears of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, Eur.

English (Woodhouse)

made of pine, of pine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)