ἀποικίς
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, pecul. fem. of ἄποικος, ἀ. πόλις a colony, Hdt. 7.167, Plu. Cor. 28; and without πόλις, Str. 10.4.17.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
colonia πόλεις τῶν ἀ. Hdt.7.167, πόλις ἀποικίς Plu.Cor.28, πολλὰς γοῦν τῶν ἀ. ... πολλὰς δὲ ... τῶν μὴ ἀ. Str.10.4.17.
German (Pape)
[Seite 304] ίδος, ἡ, fem. zu ἄποικος, sc. πόλις, Pflanzstadt, Her. 7, 167; u. folgende Historiker, Plut. Timol. 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
ἡ ἀποικίς πόλις, ou subst. (ἡ) colonie.
Étymologie: ἄποικος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικίς: -ίδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἄποικος: ― ἀπ. πόλις, ἀποικία, Ἡρόδ. 7. 167· καὶ ἄνευ τοῦ πόλις, Στράβ. 481, Πλουτ. Κορ. 28, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποικίς: ίδος ἡ (sc. πόλις) колония er., Plut.