ὑπέρδικος

From LSJ
Revision as of 17:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδῐκος Medium diacritics: ὑπέρδικος Low diacritics: υπέρδικος Capitals: ΥΠΕΡΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypérdikos Transliteration B: hyperdikos Transliteration C: yperdikos Beta Code: u(pe/rdikos

English (LSJ)

ον, A more than just, severely just, Νέμεσις Pi.P.10.44; of things, κἂν ὑπέρδικ' ᾖ though they be never so just, S.Aj.1119. Adv. ὑπερδίκως A.Ag.1396. II pleading for another, Sch.Pl.Phd.86e.

German (Pape)

[Seite 1194] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]tout à fait juste.
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδῐκος:
1 в высшей степени справедливый: τὰ σκληρά, κἂν ὑπέρδικ᾽ ᾖ, δάκνει Soph. жестокие слова, как бы они справедливы ни были, причиняют боль;
2 охраняющий справедливость, т. е. несущий справедливое возмездие (Νέμεσις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδῐκος: -ον, ὁ ὑπερβολικῶς δίκαιος, ὁ σφόδρα αὐστηρός, φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― Κατὰ Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ σφόδρα δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, διότι οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».

English (Slater)

ὑπέρδῐκος, -ον severely just φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν (sc. Ὑπερβόρεοι: “höchst gerecht,” Hirzel, Agraphos Nomos, 57̆{2}: “für das Recht eintretend,” Fränkel, D &P, 562̆{15}) (P. 10.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. περισσότερο από δίκαιος, πολύ αυστηρός
2. συνήγορος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Greek Monotonic

ὑπέρδῐκος: -ον (δίκη), υπερβολικά δίκαιος, υπερβολικά αυστηρός, σε Πίνδ.· κἂν ὑπέρδικ' ᾖ, όσο δίκαιοι κι αν είναι, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑπέρ-δῐκος, ον, δίκη
more than just, severely just, Pind.; κἂν ὑπέρδικ' ᾖ be they never so just, Soph.; adv. -κως, Aesch.

English (Woodhouse)

exceeding just, more than just, severely just

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)