διερμηνευτής

From LSJ
Revision as of 19:39, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερμηνευτής Medium diacritics: διερμηνευτής Low diacritics: διερμηνευτής Capitals: ΔΙΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: diermēneutḗs Transliteration B: diermēneutēs Transliteration C: diermineftis Beta Code: diermhneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, interpreter, v.l. in 1 Ep.Cor.14.28.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ intérprete, 1Ep.Cor.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
interprète.
Étymologie: διερμηνεύω.

French (New Testament)

traducteur ; exégète

German (Pape)

ὁ, Ausleger, nur Sp.

Russian (Dvoretsky)

διερμηνευτής: ου ὁ истолкователь NT.

Greek (Liddell-Scott)

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.

English (Strong)

from διερμηνεύω; an explainer: interpreter.

English (Thayer)

διερμηνευτου, ὁ (διερμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading ἑρμηνευτής.). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM διερμηνευτής) διερμηνεύω
ερμηνευτής, εξηγητής
νεοελλ.
1. διερμηνέας
2. (μέγας διερμηνευτής) υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας
3. εκκλησιαστικό αξίωμα.

Greek Monotonic

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, διερμηνέας, αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

διερμηνευτής, οῦ, n [from διερμηνεύω
an interpreter, NTest.

Chinese

原文音譯:diermhneut»j 笛-誒而姆扭帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:通過-解釋(者)
字義溯源:講解者,通譯員,繙譯;源自(διερμηνεύω)=徹底的講解);由(διά)*=通過)與(ἑρμηνεύω)=解釋)組成;其中 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 繙譯者(1) 林前14:28