καταφυλαδόν
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
Adv. in tribes, by clans, Il.2.668, Opp.H.3.644.
French (Bailly abrégé)
adv.
par tribus.
Étymologie: κατά, φυλή, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφυλαδόν [κατά, φυλή] adv., per stam.
German (Pape)
[ῡ], stammweis, nach Stämmen; Il. 2.668; Opp. Hal. 3.644.
Russian (Dvoretsky)
καταφῡλᾰδόν: adv. по филам, филами Hom.
Greek (Liddell-Scott)
καταφῡλᾰδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φῦλα ἢ φυλάς, κατὰ ἔθνη, Ἰλ. Β. 668· φάλαγγας ἀνδρῶν ἐρχομένων κ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 644.
Greek Monolingual
καταφυλαδόν (Α)
επίρρ. κατά φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυλαδόν «κατά φυλές»].
Greek Monotonic
καταφῡλᾰδόν: (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
φῦλον
in tribes, by clans, Il.