τραχώδης
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τραχώδες, of rough nature, v.l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.
German (Pape)
[ᾱ], ες, von rauher, harter Art, bei Arist. H.A. 5.17, zweifelhaft.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχώδης: суровый (Arst. - v.l. к τραχύς).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.