χαμαικοιτέω
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
lie on the ground, Luc.Syr.D.55 (v.l. χαμοκοιτέων).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coucher ou dormir à terre.
Étymologie: χαμαικοίτης.
German (Pape)
auf der Erde liegen, schlafen, Luc. Dea Syr. 55.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαικοιτέω: лежать или спать на земле Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικοιτέω: κοιτάζομαι χαμαί, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 55.
Spanish
Greek Monotonic
χᾰμαικοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιτάζω στο έδαφος, σε Λουκ.
Middle Liddell
χᾰμαικοιτέω, fut. -ήσω
to lie on the ground, Luc. [from χᾰμαικοίτης]
Léxico de magia
dormir sobre la tierra κατὰ τὴν σύνοδον χαμαικοιτῶν ἐπὶ ψιάθου θρυΐνης en luna nueva, durmiendo en tierra sobre una estera de juncos P XIII 116 P XIII 672 ὁπόταν δὲ γενήται ἐν κριῷ, χαμαικοίτει πρὸ μιᾶς καὶ θυσιάσας ἐπίθυε τὰ ζʹ ἐπιθύματα cuando (la luna) se encuentre en Aries, duerme en tierra una noche antes y realiza un sacrificio quemando las siete sustancias aromáticas P XIII 350