ἀπέρρω

From LSJ
Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρρω Medium diacritics: ἀπέρρω Low diacritics: απέρρω Capitals: ΑΠΕΡΡΩ
Transliteration A: apérrō Transliteration B: aperrō Transliteration C: aperro Beta Code: a)pe/rrw

English (LSJ)

go away, be gone, E.HF260; ἄπερρε away! begone! Ar. Nu.783, Ec.169; οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123.

Spanish (DGE)

marcharse ἀπέρρων δ' ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε, ὕβριζ' márchate allí de donde viniste y ejerce allí tu insolencia E.HF 260
cóm. largarse, irse por ahí οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123, ἄπερρε ¡largo!, ¡fuera! Ar.Nu.783, Ec.169.

German (Pape)

(ἔρρω), fortgehen, Eur. Herc.F. 260; ἄπερρε, packe dich ! hol' dich der Henker ! Ar. Nub. 773, Eccl. 169; οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον Cratin. B.A. 422.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρρω: уходить (ἀπέρρων δ᾽ ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε Eur.): ἄπερρε! Arph. убирайся прочь!

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρρω: ἀπέρχομαι, φεύγω, «ξεκουμπίζομαι», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 260: ἄπερρε, φύγε ἀπ’ ἐδῶ, «ξεκουμπίσου», Λατ. abi in malamrem! Ἀριστοφ. Νεφ. 783, Ἐκκλ. 169: οὕτως, οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον: «οὐκ ἀπελεύσῃ, οὐκ ἀποφθαρήσῃ;» (Α. Β. 422, 9) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἔρρω.

Greek Monolingual

ἀπέρρω (Α) έρρω
φεύγω γρήγορα, ξεκουμπίζομαι.

Greek Monotonic

ἀπέρρω: μέλ. -ερρήσω, απέρχομαι, φεύγω, «τσακίζομαι», σε Ευρ.· ἄπερρε, φύγε! ξεκουμπίσου!, Λατ. in malam rem, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to go away, be gone, Eur.: ἄπερρε away, begone, Lat. abi in malam rem, Ar.