ἐγκαταρράπτω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
(poet. aor. -εραψα Orph.H.48.3), sew in, Aen. Tact.31.4:—Pass., X.Cyn.6.1.
Spanish (DGE)
1 coser dentro un mensaje en la suela del zapato, Aen.Tact.31.4 (bis), c. dat. Διόνυσον ... μηρῷ Orph.H.48.3, en v. pas. ἐγκατερραμέναι δὲ ἐγκεντρίδες X.Cyn.6.1, (τῶν ... ἱππέων) ἑνὶ ἐγκατερράφη ... βυβλίον de un mensaje secreto, Aen.Tact.31.8.
2 encerrar bajo costuras en v. pas. ἐγκατερραμμένον ἤγαγεν ref. una pers. bajo la capota de un carruaje, Polyaen.7.16.1.
French (Bailly abrégé)
enfermer et coudre dans.
Étymologie: ἐν, καταρράπτω.
German (Pape)
darin einnähen, Xen. Cyn. 6.1 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταρράπτω: вшивать, зашивать внутрь (ἐγκατερραμμέναι ἐγκεντρίδες Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταρράπτω: μέλλ. -ψω, καταρράπτω ἐντός, Ξεν. Κυν. 6. 1.
Greek Monolingual
ἐγκαταρράπτω (Α)
ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.
Greek Monotonic
ἐγκαταρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω, προσθέτω κομμάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ψω
to sew in, Xen.