ἱκετήσιος

From LSJ
Revision as of 16:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήσιος Medium diacritics: ἱκετήσιος Low diacritics: ικετήσιος Capitals: ΙΚΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗsios Transliteration B: hiketēsios Transliteration C: iketisios Beta Code: i(keth/sios

English (LSJ)

α, ον, epithet of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213. II suppliant, Nonn. D.36.379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
]protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

German (Pape)

ὁ, Zeus, der Schutzgott der Schutzflehenden, Od. 13.213. Übh. = ἱκέσιος, Nonn.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.