Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁλιτενής

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῐτενής Medium diacritics: ἁλιτενής Low diacritics: αλιτενής Capitals: ΑΛΙΤΕΝΗΣ
Transliteration A: halitenḗs Transliteration B: halitenēs Transliteration C: alitenis Beta Code: a(litenh/s

English (LSJ)

ἁλιτενές,
A projecting into the sea, πέτρα D.S.3.44, Longus 2.12; ἄκρα, χερρόνησος, Str.8.2.3, 7.3.19, cf. Posidon. 66, Arr.Ind.21.9, Eun. Hist.p.241 D.; ambulatio ἁλιτενής = walk by the shore, Cic.Att.14.13.1.
II of ships, of light draught, Callix. 1, Plu.Them.14.
III of the sea, shallow, Plb.4.39.3, App.BC2.84.

Spanish (DGE)

(ἁλῐτενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ac. no contr. ἁλιτενέα Arr.Ind.21.9]
I 1que sale del mar, que se levanta sobre el mar νῆσοι E.Fr.87b.10, cf. Arr.l.c., πέτραι D.S.3.44, Longus 2.12.3, ἄκρα Str.8.2.3, cf. 7.3.19, Posidon.245, Eun.Hist.29.2.
2 que se extiende por la costa, a la orilla del mar, ambulatio ἁλιτενής paseo a la orilla del mar Cic.Att.367.1.
3 de zonas marítimas poco profundo Κιμμερικὸς Βόσπορος Plb.4.39.3, τῆς θαλάσσης οὔσης ἁλιτενοῦς καὶ μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχεροῦς App.BC 2.84.
II de barcos de poco calado Callix.1, Plu.Them.14.

German (Pape)

[Seite 98] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; θάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui s'étend vers la mer ou le long de la mer;
2 qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).
Étymologie: ἅλς¹, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιτενής:
1 тянущийся вдоль моря, приморский (πέτρα Diod., Cic.);
2 неглубокий, мелкий (τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὶ στενός Diod.);
3 плоскодонный (ναῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιτενής: -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. ἐπίπεδος, χαμηλός, ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., περίπατος ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, χαμηλός, Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀβαθής, Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.

Greek Monolingual

ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ἁλῐτενής: -ές (ἅλς, τείνω), εκτεινόμενος κατά μήκος της θάλασσας, επίπεδος, χαμηλός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[ἅλς, τείνω
stretching along the sea, level, flat, Plut.