μαλακύνω
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16; weaken, χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.:—Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10.
French (Bailly abrégé)
amollir ; Pass. se laisser amollir, agir mollement, faiblir.
Étymologie: μαλακός.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκύνω: μαλάσσω. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ μαλακίζομαι, ἐκλύομαι, γίνομαι μαλακός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.
Greek Monolingual
(Α μαλακύνω) μαλακός
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).
German (Pape)
weichmachen, erweichen, = μαλάσσω, Hippocr.; verweichlichen, Muson. bei Stob. fl. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, wenn man saumselig ist, zurückbleibt, Xen. Cyr. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.