φώριος

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώριος Medium diacritics: φώριος Low diacritics: φώριος Capitals: ΦΩΡΙΟΣ
Transliteration A: phṓrios Transliteration B: phōrios Transliteration C: forios Beta Code: fw/rios

English (LSJ)

φώριον, (φώρ)
A stolen: τὰ φώρια = stolen goods, IG5(2).445.13 (Megalopolis, ii/i B. C.), Luc.Herm.38, Philops.20, Tox.28, Jul.Or.2.52c, Chor.p.72 B.; ἄγρη Eratosth.4.
II metaph., secret, clandestine, εὐνή Theoc. 27.68; λέκτρα, βλέμμα, AP5.218 (Paul.Sil.), 220 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1323] gestohlen; – übertr., heimlich, verstohlen, εὐνή Theocr. 27, 67; λέκτρα, βλέμμα, Paul. Sil. 1. 31 (V, 219. 221).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui provient d'un vol ; τὰ φώρια produit d'un vol;
2 furtif.
Étymologie: φώρ.

Russian (Dvoretsky)

φώριος:
1 ворованный, краденый Luc.; φ. εὐνή Theocr. и φώρια λέκτρα Anth. чужое ложе;
2 воровской, т. е. бросаемый украдкой (βλέμμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φώριος: -ον, (φὼρ) κλοπιμαῖος, τὰ φ., κλοπιμαῖα πράγματα, Λουκ. Ἑρμότ. 38, Φιλοψ. 20, Τόξαρ. 28. 2) μαρτυρίαἀπόδειξις πράξεως, Λατ. corpus delicti, τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Θεμίστ. 314Α. ΙΙ. μεταφορ., κρύφιος, λαθραῖος, εὐνὴ Θεόκρ. 27. 67· λέκτρα, βλέμμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 219, 221.

Greek Monolingual

-ον, Α φώρ
1. κλεμμένος
2. μτφ. κρυφόςφώριον βλέμμα», Ανθ. Παλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φώριον
4. το αρσ. ως ουσ.φώριος
τόπος απόκρυψης αντικειμένων.

Greek Monotonic

φώριος: -ον (φώρ),
I. κλεμμένος· τὰ φώρια, κλεμμένα αγαθά, σε Λουκ.
II. μεταφ., μυστικός, κρυφός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φώριος, ον, [φώρ]
I. stolen: τὰ φ. stolen goods, Luc.
II. metaph. secret, clandestine, Theocr.