εἰσίπταμαι

From LSJ
Revision as of 21:33, 17 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ")

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσίπτᾰμαι Medium diacritics: εἰσίπταμαι Low diacritics: εισίπταμαι Capitals: ΕΙΣΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: eisíptamai Transliteration B: eisiptamai Transliteration C: eisiptamai Beta Code: ei)si/ptamai

English (LSJ)

= εἰσπέτομαι (q.v.).

Spanish (DGE)

volar hacia, abatirse sobre εἰς τὰς κοίλας δρῦς de un insecto, Clitarch.14.

German (Pape)

[Seite 743] (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath. IX, 395 a.

French (Bailly abrégé)

ao. εἰσεπτάμην, ao.2 εἰσέπτην;
1 entrer en volant;
2 voler à travers ; fig.φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον HDT le bruit se répandit rapidement à travers le camp ; avec un dat. de pers. arriver rapidement jusqu'à qqn.
Étymologie: εἰς, ἵπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσίπταμαι: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ εἰσπέτομαι, ἴδε τὴν λέξιν.

Russian (Dvoretsky)

εἰσίπταμαι: ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)
1 влетать (πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.);
2 взлетать, взвиваться (διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.);
3 перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии (φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον ἅπαν Her.).