ἐπεισοδιόω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
vary by introducing episodes, Arist.Po.1455b1; τὸν λόγον ἐ. ἐπαίνοις Id.Rh.1418a33.
German (Pape)
[Seite 912] als Episode einschieben, Arist. rhet. 3, 17; καὶ παρατείνειν poet. 17. 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
varier au moyen d'épisodes, acc..
Étymologie: ἐπεισόδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισοδιόω: καθιστῶ τὸν λόγον ποικίλον εἰσάγων εἰς αὐτὸν ἐπεισόδια, ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Ἀριστ. Ποιητ. 24, 7· πρβλ. 17. 5· ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς δεῖ τὸν λόγον ἐπεισοδιοῦν ἐπαίνοις ὁ αὐτὸς ἐν Ρητορ. 3. 17, 11, πρβλ. ἐπεισοδιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισοδιόω:
1 вводить в виде эпизода, делать вставки (ἐ. ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Arst.);
2 разнообразить, уснащать (τὸν λόγον ἐπαίνοις Arst.).