μιμητός

From LSJ
Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμητός Medium diacritics: μιμητός Low diacritics: μιμητός Capitals: ΜΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: mimētós Transliteration B: mimētos Transliteration C: mimitos Beta Code: mimhto/s

English (LSJ)

μιμητή, μιμητόν, to be imitated or copied, X.Mem.3.10.4, etc.

German (Pape)

[Seite 187] nachahmungswerth, Xen. Mem. 3, 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'il faut ou qu'on peut imiter.
Étymologie: μιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

μῑμητός: доступный подражанию, поддающийся воспроизведению Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα Πολυδ. Α΄, 7.

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων αρθροπόδων της οικογένειας mimetidae.
(II)
-ή, -ό (Α μιμητός, -ή, -όν) μιμούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μιμηθεί ή να παραστήσει
αρχ.
αυτός που γίνεται κατά μίμηση («μιμητὰ τυπώματα», Πολυδ.).

Greek Monotonic

μῑμητός: -ή, -όν (μιμέομαι), αυτός που μπορεί να γίνει αντικείμενο μίμησης ή αντιγραφής, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῑμητός, ή, όν μιμέομαι
to be imitated or copied, Xen.