βυσαύχην
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, (βύω) short-necked, Ar.Fr.725 (v.l. for μεσαύχην), Xenarch.1.4.
Spanish (DGE)
(βῡσαύχην) -ενος
de cuello hundido, cuellicorto aplicado a la forma de cierto bulbo o cebolla, Xenarch.1.4, de pers., Ael.Dion.β 20, Paus.Gr.β 25, Poll.2.135, como característica del hombre ἐπιβουλευτικός ‘intrigante’, Suet.Blasph.4.
German (Pape)
[Seite 468] ενος, ὁ, der den Hals zwischen die Schultern steckt, ein Kopfhänger, Xenarch. Ath. II, 62 f; Arist. bei Poll. 2, 135, nach dem Ar. καὶ βυσαύχενας τοὺς ἀσκοὺς κέκληκεν, s. Mein. fr. 213.
Greek Monolingual
βυσαύχην, ο, η (Α)
κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βυσ- (του αορ. έβυσα του ρ. βύω) «κλείνω, αποφράσω, ταπώνω» + αυχήν].
Russian (Dvoretsky)
βῡσαύχην: ενος adj. βύω досл. с втянутой в плечи головой, перен. безголовый (ἀσκός Arph.).