σφετεριστής
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
σφετεριστοῦ, ὁ, appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d'autrui.
Étymologie: σφετερίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
German (Pape)
ὁ, der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht, Arist. Pol. 5.11.
Russian (Dvoretsky)
σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.
Greek Monolingual
ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.
Greek Monotonic
σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
Middle Liddell
σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.