βουποίμην
From LSJ
English (LSJ)
ενος, ὁ, herdsman, ib.7.622 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ενος, ὁ pastor, AP 7.622 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 459] ενος, Ochsenhirt, Antiphil. 30 (VII, 622).
French (Bailly abrégé)
ενος (ὁ) :
bouvier.
Étymologie: βοῦς, ποιμήν.
Russian (Dvoretsky)
βουποίμην: ενος ὁ волопас, пастух Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βουποίμην: -ενος, ὁ, βουκόλος, βοσκὸς βοῶν, Ἀνθ. II. 7. 622.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βουποίμην: -ενος, ὁ, βοσκός των βοδιών, αγελαδάρης, βουκόλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
a herdsman, Anth.