δορίπαλτος

From LSJ
Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπαλτος Medium diacritics: δορίπαλτος Low diacritics: δορίπαλτος Capitals: ΔΟΡΙΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: dorípaltos Transliteration B: doripaltos Transliteration C: doripaltos Beta Code: dori/paltos

English (LSJ)

δορίπαλτον, (πάλλω) wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου on the right hand, A.Ag.117 (lyr., δορυ- cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 658] speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand, Aesch. Ag. 116, wo die besseren mss. δορύπαλτος haben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui brandit la lance.
Étymologie: δόρυ, πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

δορίπαλτος: потрясающий копьем (χείρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ πάλλων, σείων τὸ δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, ἐκ δεξιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117.

Greek Monolingual

δορίπαλτος, -ον (Α)
«δορίπαλτος χείρ» — το δεξί χέρι, αυτό που πάλλει το δόρυ.

Greek Monotonic

δορίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, δηλ. στο δεξί χέρι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-παλτος, ον adj πάλλω
wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the right hand, Aesch.