μυών

From LSJ
Revision as of 08:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυών Medium diacritics: μυών Low diacritics: μυών Capitals: ΜΥΩΝ
Transliteration A: myṓn Transliteration B: myōn Transliteration C: myon Beta Code: muw/n

English (LSJ)

[ῡ], ῶνος, ὁ, (μῦς IV) cluster of muscles, muscle, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Il.16.315, cf. 324 (pl.), A.R.4.1520, Theoc.25.149.

German (Pape)

[Seite 224] ῶνος, ὁ, die Stelle des Leibes, wo viele Muskeln beisammenliegen, Muskelknoten, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, Il. 16, 315, vgl. 324; sp. D., wie Theocr. 25, 149 Ap. Rh. 4, 1520; Christod. Ecphr. 236. [Der Länge des υ wegen ist nicht nöthig μυιών zu schreiben, wie Hesych. hat, es für die Maus der Hand erklärend.]

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
point d'attache où se réunissent plusieurs muscles.
Étymologie: μῦς.

Russian (Dvoretsky)

μῡών: ῶνος ὁ мышечный узел, мускулатура Hom., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

μῡών: -ῶνος, ὁ, (μῦς IV) ἄθροισμα μυῶν τοῦ σώματος, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Ἰλ. Π. 315, πρβλ. 324. [Ὁ Heyne προτείνει τὴν γραφ. μυιών, ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ ποιητικὴν χρῆσιν τὸ υ ἐν τῇ λέξει ταύτῃ εἶναι ἀεὶ μακρόν, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1520, Θεόκρ. 25. 149.]

Greek Monotonic

μῡών: -ῶνος, ὁ (μῦς II), ένα σύνολο μυών του σώματος, μυς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μῡών, ῶνος, ὁ, [μῦς II]
a cluster of muscles, a muscle, Il.