χειμαρρώδης

From LSJ
Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμαρρώδης Medium diacritics: χειμαρρώδης Low diacritics: χειμαρρώδης Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: cheimarrṓdēs Transliteration B: cheimarrōdēs Transliteration C: cheimarrodis Beta Code: xeimarrw/dhs

English (LSJ)

χειμαρρώδες, like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un torrent.
Étymologie: χείμαρρος.

Greek (Liddell-Scott)

χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47. {{grml |mltxt=-ες / χειμαρρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους / χείμαρρος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος»)
2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας»)
αρχ.
αυτός που ρέει σαν χείμαρρος. }}

Greek Monotonic

χειμαρρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.

Middle Liddell

χειμαρ-ρώδης, ες εἶδος
like a torrent, Strab.

German (Pape)

ες, wie ein Gießbach od. Waldstrom, Strab. XIII.