χρηστοήθης

From LSJ
Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστοήθης Medium diacritics: χρηστοήθης Low diacritics: χρηστοήθης Capitals: ΧΡΗΣΤΟΗΘΗΣ
Transliteration A: chrēstoḗthēs Transliteration B: chrēstoēthēs Transliteration C: christoithis Beta Code: xrhstoh/qhs

English (LSJ)

ες, good-natured, well-disposed, Arist.Rh.1395b17, Ptol.Tetr.163, al.

German (Pape)

[Seite 1376] ες, gutmüthig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
d'un caractère bon et honnête.
Étymologie: χρηστός, ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

χρηστοήθης: добросердечный, добрый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστοήθης: -ες, χρηστὸς τὰ ἤθη, καλῆς διαθέσεως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 16.

Greek Monolingual

-όηθες, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].

Greek Monotonic

χρηστοήθης: -ες (ἦθος), χρηστός, αγαθός στα ήθη, σε Αριστ.

Middle Liddell

χρηστο-ήθης, ες ἦθος
well-disposed, Arist.