συσχολαστής

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχολαστής Medium diacritics: συσχολαστής Low diacritics: συσχολαστής Capitals: ΣΥΣΧΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syscholastḗs Transliteration B: syscholastēs Transliteration C: syscholastis Beta Code: susxolasth/s

English (LSJ)

συσχολαστοῦ, ὁ, school-fellow, fellow-student, Phld.Acad.Ind. p.91 M., D.H.Rh.9.12, Plu.2.47e, BCH32.430 (Delos); σ. τινός Zeno ap.D.L.7.9; τινὸς παρά τινι Str.13.1.67.—The word is noted as not Att. by Phryn.378 and prob. by Thom.Mag.p.337 R. (where codd. have σχολαστάς).

German (Pape)

[Seite 1046] ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συσχολάζω.

Russian (Dvoretsky)

συσχολαστής: οῦ ὁ школьный товарищ Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

συσχολαστής: -οῦ, ὁ, συμφοιτητής, συμμαθητής, Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 349, Πλούτ. 2. 47Ε· σ. τινος, Διογ. Λ. 7. 9· τινος παρά τινι, Στράβ. 614· - ὁ Φρύνιχ. σ. 401 ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν ὡς ἐσχάτως ἀνάττικον, ὁμοίως καὶ Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. ἐν σ. 829.

Greek Monolingual

ὁ, Α συσχολάζω
1. αυτός που έχει σχόλη μαζί με κάποιον άλλον
2. (κατ' επέκτ.) συμμαθητής, συμφοιτητής.