τυννός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ά, όν, Dor. for μικρός, so small, so little, Call.Fr.420, Theoc.24.139, IGRom.4.235.2 (Mysia); ἐκ τυννῶν (ἐκ τιτυννῶν codd., corr. Ruhnken) from childhood, Suid. s.v. ἐκ τιτυννῶν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
petit.
Étymologie: DELG mot dorien, d'origine familière et expressive.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυννός -ά -όν [~ τυτθός] Dor. klein.
German (Pape)
dor. statt μικρός, so klein, so gering, Theocr. 24.137, ἐκ τυννῶν, wie ἐκ παίδων, von klein auf, Schaefer mel. p. 70, verwandt mit τυτθός.
Russian (Dvoretsky)
τυννός: дор. маленький, скудный (δόρπον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τυννός: -ή, -όν, Δωρικ. ἀντὶ μικρός, τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Καλλ. Ἀποσπ. 420, Θεόκρ. 24. 137· ἐκ τυννῶν, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, ἐκ παίδων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(δωρ. τ.)
1. τόσο μικρός, τόσο λίγος
2. φρ. «ἐκ τυννῶν»
(κατά το λεξ. Σούδα) από την παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- (βλ. και λ. τυτθός)].
Greek Monotonic
τυννός: -ή, -όν, Δωρ. αντί μικρός, τόσο μικρός, τόσο λίγος, Λατ. tantillus, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τυννός, ή, όν [doric for μικρός
so small, so little, Lat. tantillus, Theocr.
Frisk Etymology German
τυννός: {tunnós}
Meaning: klein, gering (Kall., Theok. u.a.),
Derivative: τυννοῦτος, -ί so klein (Ar.), nach τηλικοῦτος.
Etymology: Familiäres Wort mit hypokoristischer Gemination; vgl. τυτθός.
Page 2,945