ἀκαριαῖος

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαριαῖος Medium diacritics: ἀκαριαῖος Low diacritics: ακαριαίος Capitals: ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: akariaîos Transliteration B: akariaios Transliteration C: akariaios Beta Code: a)kariai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἀκαρής) momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist. HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀ. S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. ἀκαριαίως = in an instant Alciphr.1.39 (cj).

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
subst. τὸ ἀ. instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. -ως en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.
• Etimología: Cf. ἀκαρής.

German (Pape)

[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
très petit.
Étymologie: , κείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰριαῖος: (ᾰκ) весьма малый, незначительный (πλοῦς Dem.; μόριον Arst.; λίθος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).

Greek Monolingual

-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῖος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.

Greek Monotonic

ἀκαριαῖος: -α, -ον (ἀκαρής), στιγμιαίος, σύντομος, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀκαρής
momentary, brief, Dem., etc.

Mantoulidis Etymological

(=στιγμιαῖος). Ἀπό τό ἀκαρής τοῦ κείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κείρω.