ἀνθάμιλλος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἀνθάμιλλον, vying with, rivalling, E.Ion606.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
rival τοῖς ἀνθαμίλλοις εἰσὶ πολεμιώτατοι E.Io 606, cf. Lyc.429.
German (Pape)
[Seite 230] dagegen wetteifernd, Nebenbuhler, Eur. Ion. 606; Lycophr. 429.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rival.
Étymologie: ἀντί, ἅμιλλα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθάμιλλος: ὁ соперник Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον, (ἅμιλλα) ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. τύπος, ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ ἀντίζηλος, τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.
Greek Monolingual
ἀνθάμιλλος, -ον (Α)
ανταγωνιστής, αντίζηλος, αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα), ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντίζηλος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἅμιλλα
vying with, rivalling, Eur.