ἔκδετος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, (ἐκδέω) fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).
Spanish (DGE)
-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδετος: привязанный (ἐξ ἵππων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.
Greek Monotonic
ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.