ἐμπολαῖος
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
α, ον, of or concerned in traffic, epithet of Hermes as god of commerce, etc., Ar.Ach.816, Pl.1155, Corn.ND16.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ comerciante, BGU 2644.1 (I a.C.)
•ὁ Ἐ. Empoleo epít. de Hermes como dios del comercio, Ar.Ach.816, Pl.1155, SEG 30.908 (Olbia V a.C.), Corn.ND 16, cf. Plu.2.777d, Poll.7.15, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] zum Handel gehörig; so heißt Hermes als Schutzgott des Handels, Ar. Plut. 1155 Ach. 816 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside au commerce.
Étymologie: ἐμπολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολαῖος: торговый, покровительствующий торговле (эпитет Гермеса) Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἐνδιαφερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τοῦ ἐμπορίου, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 816, Πλοῦτ. 1155, πρβλ. ἀγοραῖος, κερδῷος.
Greek Monolingual
ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)
(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῑε», Αριστοφ.
β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῖος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.).
Greek Monotonic
ἐμπολαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει σχέση με το εμπόριο, σε Αριστοφ.