ἐπίμυκτος

From LSJ
Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμυκτος Medium diacritics: ἐπίμυκτος Low diacritics: επίμυκτος Capitals: ΕΠΙΜΥΚΤΟΣ
Transliteration A: epímyktos Transliteration B: epimyktos Transliteration C: epimyktos Beta Code: e)pi/muktos

English (LSJ)

ἐπίμυκτον, (ἐπιμύζὠ scoffed at, Thgn.269.

German (Pape)

[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).

Greek Monolingual

ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].

Greek Monotonic

ἐπίμυκτος: -ον (ἐπιμύζω), γελασμένος, αξιογέλαστος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἐπίμυκτος, ον ἐπιμύζω
scoffed at, Theogn.