Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔντριχος

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντρῐχος Medium diacritics: ἔντριχος Low diacritics: έντριχος Capitals: ΕΝΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: éntrichos Transliteration B: entrichos Transliteration C: entrichos Beta Code: e)/ntrixos

English (LSJ)

ἔντριχον,
A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634.
II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30.
III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἔντρῐχος) -ον
1 cubierto de pelo, que tiene pelo λίην ἔ. εἰμι habla una pelota AP 14.62, κορυφή de pers., Sm.Ps.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo para hacer cristal, Anon.Alch.349.3
neutr. subst. τὸ ἔ. peluca Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.
2 ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto).

German (Pape)

[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chevelu.
Étymologie: ἐν, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

ἔντρῐχος: волосатый, мохнатый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.

Greek Monolingual

ἔντριχος, -ον (AM)
ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
μσν.
αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον
περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη.

Greek Monotonic

ἔντρῐχος: -ον (θρίξ), μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔν-τρῐχος, ον adj θρίξ
hairy, Anth.