ἐπικόλπιος
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ἐπικόλπιον, in or on the bosom, Ael.NA2.50, Nonn. D. 8.78 codd.
German (Pape)
[Seite 951] in, auf dem Schooße; Ael. H. A. 2, 50; Nonn. D. 8, 78.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, κόλπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικόλπιος: -ον, ὁ ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου (στήθους), Αἰλ. π. Ζ. 2. 50, Νόνν. Δ. 8. 78.
Greek Monolingual
ἐπικόλπιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο στήθος («ἂν δὲ χρυσοῦ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλπος + -ιος].