ὀνείρειος

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρειος Medium diacritics: ὀνείρειος Low diacritics: ονείρειος Capitals: ΟΝΕΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: oneíreios Transliteration B: oneireios Transliteration C: oneireios Beta Code: o)nei/reios

English (LSJ)

α, ον, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.

German (Pape)

[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.

English (Autenrieth)

ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.

Greek Monolingual

ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.

Greek Monotonic

ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).

Middle Liddell

ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.