συνέργημα

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέργημα Medium diacritics: συνέργημα Low diacritics: συνέργημα Capitals: ΣΥΝΕΡΓΗΜΑ
Transliteration A: synérgēma Transliteration B: synergēma Transliteration C: synergima Beta Code: sune/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό, assistance, support, Plb.22.4.3: pl., Id.2.42.4, 30.4.13; πρός τι Id.3.99.9, cf. Phld.Mus.p.70 K., Rh.2.83 S.; τὸ ἑκάστον ἀριθμοῦ σ., of the One, i.e. a factor in every number, Theol.Ar.7.

German (Pape)

[Seite 1019] τό, Mithülfe, Unterstützung; Pol. 2, 42, 4 u. öfter; πρός τι, 3, 99, 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
aide, assistance.
Étymologie: συνεργέω.

Russian (Dvoretsky)

συνέργημα: ατος τό содействие, помощь, поддержка (πρός τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνέργημα: τό, βοήθεια, ὑποστήριξις, Πολύβ. 2. 42, 4· πρός τι ὁ αὐτ. 3. 99, 9.

Greek Monolingual

τὸ, Α συνεργῶ
συνεργασία, υποστήριξη.

Greek Monotonic

συνέργημα: -ατος, τό, βοήθεια, υποστήριξη, σύμπραξη, σε Πολύβ.

Middle Liddell

συνέργημα, ατος, τό, [from συνεργέω
assistance, support, Polyb.