τετράμοιρος

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρος Medium diacritics: τετράμοιρος Low diacritics: τετράμοιρος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: tetrámoiros Transliteration B: tetramoiros Transliteration C: tetramoiros Beta Code: tetra/moiros

English (LSJ)

ον, fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκάμοιρος].

Greek Monotonic

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.