φιλόδημος

From LSJ
Revision as of 16:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδημος Medium diacritics: φιλόδημος Low diacritics: φιλόδημος Capitals: ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: philódēmos Transliteration B: philodēmos Transliteration C: filodimos Beta Code: filo/dhmos

English (LSJ)

ον, friend of the commons, Ar.Nu.1187, Poll.4.34; φιλόδημον ἔργον a popular act, Ar.Eq.787 (anap.). Adv. φιλοδήμως Poll.3.66.

German (Pape)

[Seite 1279] das Volk liebend, der Volksfreund, Ar. Equ. 784 Nubb. 1169.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami du peuple, populaire.
Étymologie: φίλος, δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόδημος: народолюбивый (ὁ Σόλων Arph.): τοὔργον φιλόδημον Arph. подвиг, совершенный на благо народа.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδημος: -ον, φίλος τοῦ δήμου, φίλος τοῦ λαοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1187, Πολυδ. Δ΄, 34· ― φ. ἔργον, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ γενόμενον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 787. Ἐπίρρ. -μως, Πολυδ. Γ΄, 66.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ Σόλων ὁ παλαιὸς ἦν φιλόδημος τὴν φύσιν», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην αγάπη για τον λαό ή αυτός που αποτελεί εκδήλωση της αγάπης προς αυτόν («ἔργον γενναῖον καὶ φιλόδημον», Αριστοφ.).
επίρρ...
φιλοδήμως Α
χάρη στην αγάπη προς τον λαό ή μέσω της αγάπης προς τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δῆμος (πρβλ. μισόδημος)].

Greek Monotonic

φῐλόδημος: -ον, φίλος του δῆμος, κοινός φίλος, σε Αριστοφ.· φιλόδημον ἔργον, δημόσιο (λαϊκό) έργο, στον ίδ.

Middle Liddell

φῐλό-δημος, ον,
a friend of the δῆμος, the commons' friend, Ar.:— φ. ἔργον a popular act, Ar.