ἐπίλειψις

From LSJ
Revision as of 11:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλειψις Medium diacritics: ἐπίλειψις Low diacritics: επίλειψις Capitals: ΕΠΙΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: epíleipsis Transliteration B: epileipsis Transliteration C: epileipsis Beta Code: e)pi/leiyis

English (LSJ)

-εως, ἡ, deficiency, lack, ὀρνίθων Th.2.50; τῆς δυνάμεως Plu.2.695d; τελῶν CIG2695b (Mylasa).

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, Mangel, Ausbleiben, ὀρνίθων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
manque, défaut de.
Étymologie: ἐπιλείπω.

Greek Monolingual

ἐπίλειψις, ἡ (Α) επιλείπω
έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπίλειψις: -εως, ἡ, ανεπάρκεια, έλλειψη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίλειψις: εως ἡ
1 убыль, исчезновение (ὀρνίθων Thuc.);
2 недостаток, отсутствие (τῆς δυνάμεως Plut.).

Middle Liddell

ἐπίλειψις, εως [from ἐπιλείπω
a deficiency, lack, Thuc.