ἐπιπομπεύω

From LSJ
Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπομπεύω Medium diacritics: ἐπιπομπεύω Low diacritics: επιπομπεύω Capitals: ΕΠΙΠΟΜΠΕΥΩ
Transliteration A: epipompeúō Transliteration B: epipompeuō Transliteration C: epipompeyo Beta Code: e)pipompeu/w

English (LSJ)

triumph over, ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς Plu.Caes. 56.

German (Pape)

[Seite 972] worüber triumphiren, ταῖς πατρίδος συμφοραῖς Plut. Caes. 56.

French (Bailly abrégé)

triompher sur, triompher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, πομπεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπομπεύω: досл. торжествовать, перен. злорадствовать (ταῖς συμφοραῖς τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπομπεύω: ἐμπομπεύω, πομπεύω ἐπί τινι, ταῖς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς οὐ καλῶς εἶχεν Πλουτ. Καῖσ. 56.

Greek Monolingual

ἐπιπομπεύω (Α) πομπεύω
τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῖς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπομπεύω: μέλ. -σω, θριαμβεύω, τινί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to triumph over, τινί Plut.