λυσιτελούντως

From LSJ
Revision as of 09:04, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελούντως Medium diacritics: λυσιτελούντως Low diacritics: λυσιτελούντως Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: lysiteloúntōs Transliteration B: lysitelountōs Transliteration C: lysiteloyntos Beta Code: lusitelou/ntws

English (LSJ)

Adv. usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.

French (Bailly abrégé)

adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.

German (Pape)

[ῡ], auf nützliche Weise, vorteilhaft, καὶ ὠφελίμως, Plat. Alc. II, 146c; Xen. Oec. 20.21; τινί, DC. 56.40.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.

Greek Monolingual

λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].

Greek Monotonic

λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.

Middle Liddell

part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.

English (Woodhouse)

profitably

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Translations

usefully

Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente