μεγαλοπράγμων

From LSJ
Revision as of 06:57, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπράγμων Medium diacritics: μεγαλοπράγμων Low diacritics: μεγαλοπράγμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: megaloprágmōn Transliteration B: megalopragmōn Transliteration C: megalopragmon Beta Code: megalopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.

German (Pape)

[Seite 107] ον, große Thaten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυπράγμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοπράγμων: -ον (πράσσω), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπράγμων: 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.

Middle Liddell

μεγᾰλο-πράγμων, ον, πράσσω
disposed to do great deeds, forming great designs, Xen.