νουνεχόντως

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνεχόντως Medium diacritics: νουνεχόντως Low diacritics: νουνεχόντως Capitals: ΝΟΥΝΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: nounechóntōs Transliteration B: nounechontōs Transliteration C: nounechontos Beta Code: nounexo/ntws

English (LSJ)

Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων), sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.

German (Pape)

(wie von νουνέχω gebildet, Plat. sagt νοῦν ἐχόντως; vgl. Lobeck zu Phryn. 599, 604), verständiger Weise, Gegensatz von ἀφρόνως, Isocr. 5.7.

Russian (Dvoretsky)

νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.

Greek (Liddell-Scott)

νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.

Greek Monolingual

νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προεχόντως, υπερεχόντως)].

English (Woodhouse)

sensibly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search