θεραποντίς

From LSJ
Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰποντίς Medium diacritics: θεραποντίς Low diacritics: θεραποντίς Capitals: ΘΕΡΑΠΟΝΤΙΣ
Transliteration A: therapontís Transliteration B: therapontis Transliteration C: therapontis Beta Code: qeraponti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, of a waiting-maid, θ. φερνή A.Supp. 979 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de serviteur, de servante.
Étymologie: θεράπων.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰποντίς: ίδος adj. f состоящая из рабов и рабынь (ἡ φερνή Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰποντίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκουσα εἰς θεράπαιναν, θ. φερνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979.

Greek Monolingual

θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. του θεράπων, -οντος].