τουτόθεν
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
Adv. from here, A.D.Adv.163.24,190.20, cj. in Erinn. 3.1; also τουτόθε, Theoc.4.10.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'ici.
Étymologie: τοῦτο, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
τουτόθεν: Ἐπίρρ., ἐντεῦθεν, Α. Β. 574, 604· καὶ τουτόθε, Θεόκρ. 4. 16· πρβλ. αὐτόθεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από εκεί, από αυτό το μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο + επιρρμ. κατάλ. -θεν /-θε].
Greek Monotonic
τουτόθεν: και -θε, επίρρ., απ' όπου, σε Θεόκρ.· ομοίως, τουτῶθεν, επίρρ., στον ίδ.