νηπιέη

From LSJ
Revision as of 13:16, 13 February 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Estonian: lapsikus; French: enfantillage;" to "Dutch: kinderlijkheid; Estonian: lapsikus; French: enfantillage;")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐέη Medium diacritics: νηπιέη Low diacritics: νηπιέη Capitals: ΝΗΠΙΕΗ
Transliteration A: nēpiéē Transliteration B: nēpieē Transliteration C: nipiei Beta Code: nhpie/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) childhood, childishness, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491: in plural, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας) ὀχέειν Od.1.297; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν in childish fashion, Il.15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bas âge, première enfance;
2 puérilité, enfantillage.
Étymologie: νήπιος.

German (Pape)

ἡ, ion. = νηπιάα, Unmündigkeit, Kindheit, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, Il. 9.485 ff, wo Andere es für kindische Unbeholfenheit erkl.; gew. kindisches Wesen, Torheit, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, Il. 20.411, vgl. 15.363, Od. 24.469.

Russian (Dvoretsky)

νηπιέη: ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)
1 младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;
2 детская забава, ребячество: νηπιάας ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιέη: ἴδε νηπιάα.

English (Autenrieth)

(νήπιος), acc. pl. νηπιάᾶς: infancy, childhood, helplessness of childhood, Il. 9.491; pl., childish thoughts.

Greek Monolingual

νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία του νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. της αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

νηπιέη: βλ. νηπιάα.

Translations

childishness

Dutch: kinderlijkheid; Estonian: lapsikus; French: enfantillage; Galician: puerilidade, rapazada; German: Kinderei; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: ανωριμότητα, παιδιαρίσματα; Ancient Greek: νηπιέη, νηπιότης, νηπιοφροσύνη, παιδία, τὸ βρεφῶδες, τὸ μειρακιῶδες; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: criancice, puerilidade, infantilismo, parvulez, gurizada; Spanish: puerilidad, niñería, chiquillada, infantilismo, infantilada, niñada, chiquillería; Swedish: barnslighet