λυσιτελούντως
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
Adv. usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.
German (Pape)
[ῡ], auf nützliche Weise, vorteilhaft, καὶ ὠφελίμως, Plat. Alc. II, 146c; Xen. Oec. 20.21; τινί, DC. 56.40.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
Greek Monolingual
λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].
Greek Monotonic
λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.
Middle Liddell
part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.
English (Woodhouse)
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente